πεσσικός
From LSJ
English (LSJ)
Att. πεττ-, ή, όν,
A of or for draught-playing, Apion ap.Eust.1397.3 ; πεττική (sc. τέχνη) v.l. in Poll.7.210.
German (Pape)
[Seite 603] zum Brettspiel gehörig, Eust.
Greek (Liddell-Scott)
πεσσικός: Ἀττ. πεττ-, ή, όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς τὸ παιγνίδιον τῶν πεσσῶν, Ἀπίων παρ’ Εὐστ. 1397. 3· ἡ πεσσική, Πολυδ. Ζ΄, 210.