ὡρογράφος

From LSJ
Revision as of 11:04, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_3)

Περὶ τῶν Ἱπποκράτους καὶ Πλάτωνος δογμάτων → On the Doctrines of Hippocrates and Plato

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὡρογράφος Medium diacritics: ὡρογράφος Low diacritics: ωρογράφος Capitals: ΩΡΟΓΡΑΦΟΣ
Transliteration A: hōrográphos Transliteration B: hōrographos Transliteration C: orografos Beta Code: w(rogra/fos

English (LSJ)

[ᾰ], ὁ,

   A writing history by seasons or years, annalist, Plu.2.869a; also précis=writer (or perh. postmaster), POxy. 710 (ii B. C.).

Greek (Liddell-Scott)

ὡρογράφος: [ᾰ], -ον, ὁ γράφων ἱστορίαν κατὰ ἐποχὰς ἢ ἔτη, χρονογράφος, Πλούτ. 2. 869Α. -Καθ’ Ἡσύχ.: «ὡρογράφοι· ἱστοριογράφοι, τὰ κατ’ ἔτος πραττόμενα γράφοντες. Ὧροι γὰρ οἱ ἐνιαυτοί»· -ὡρογραφίαι, αἱ, χρονικά, Διόδ. 1. 26, ἔνθα ἴδε Wessel.· πρβλ. ὧρος (ἔτος).