χρονογράφος

From LSJ

τὸ γὰρ εὖ πράττειν παρὰ τὴν ἀξίαν ἀφορμὴ τοῦ κακῶς φρονεῖν τοῖς ἀνοήτοις γίγνεται → undeserved success engenders folly in unbalanced minds

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χρονογρᾰ́φος Medium diacritics: χρονογράφος Low diacritics: χρονογράφος Capitals: ΧΡΟΝΟΓΡΑΦΟΣ
Transliteration A: chronográphos Transliteration B: chronographos Transliteration C: chronografos Beta Code: xrono/grafos

English (LSJ)

(parox.), ὁ, chronicler, annalist, Str.1.2.9(pl.), Luc.Alex.6 (v.l. χορογράφος), Agath.4.30.

German (Pape)

[Seite 1378] die Zeit, die Zeitbegebenheiten aufschreibend, Jahrbücher abfassend; Strab. 1, 2,9; Luc. Alex. 6.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
auteur d'un ouvrage d'histoire par ordre de temps, annaliste.
Étymologie: χρόνος, γράφω.

Russian (Dvoretsky)

χρονογράφος: (ᾰ) ὁ хронограф, летописец Luc.

Greek (Liddell-Scott)

χρονογράφος: [ᾰ] ον, ὁ ἀναγράφων τοὺς χρόνους καὶ τὰ συμβαίνοντα κατ’ αὐτούς, ὁ χρονογράφος, ὁ γράφων σύγγραμμα χρονικὸν, Στράβ. 20. - Τὸ ῥῆμα γραφέω ἐν Τζέτζ. Ἱστ. 12. 718. Κ. Μανασσ.

Greek Monolingual

ο, ΝΜΑ
συγγραφέας χρονικών, χρονικογράφος
νεοελλ.
1. (στη δημοσιογρ.) συγγραφέας χρονογραφημάτων
2. τεχνολ. α) συσκευή, κατά κανόνα μορφής ωρολογιού, η οποία, πέρα από την ένδειξη της ώρας, έχει και καταμετρητή χρονικών διαστημάτων
β) αυτογραφική συσκευή χρησιμοποιούμενη στην αστρονομία και στη βιομηχανία ή σε άλλες εφαρμογές για την καταγραφή της ακριβούς χρονικής στιγμής συντελέσεως ενός φαινομένου ή μιας διεργασίας, μέσω ηλεκτρικού σήματος
3. φρ. «βαλλιστικός χρονογράφος»
στρ. παλαιά συσκευή μετρήσεως της αρχικής ταχύτητας ενός βλήματος
νεοελλ.-μσν.
(βυζ. φιλολ.) ο συγγραφέας χρονογραφιών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χρόνος + -γράφος].

Greek Monotonic

χρονογράφος: [ᾰ], -ον (γράφω), αυτός που εξιστορεί γεγονότα με χρονολογική σειρά· ως ουσ., χρονικογράφος, αναλυτής, σε Στράβ.

Middle Liddell

χρονο-γρᾰ́φος, ον, γράφω
recording times and events: as substantive a chronicler, annalist, Strab.