συμβουλευτής
From LSJ
English (LSJ)
οῦ, ὁ,
A adviser, counsellor, Pl.Lg. 921a, LXX 1 Es.8.11. II (βουλευτής) fellow-councillor or -senator, Din.Fr.89.33; at Rome, D.C.59.26; in Roman Egypt, PGiss.34.7 (iii A.D.).
German (Pape)
[Seite 980] ὁ, Berather, Rathgeber, Plat. Legg. XI, 921 a.
Greek (Liddell-Scott)
συμβουλευτής: -οῦ, (συμβουλεύω) ὁ συμβουλεύων, Λατιν. auctor, Πλάτ. Νόμ. 921Α. ΙΙ. (βουλευτὴς) σύντροφος βουλευτής, ὁ ὁμοῦ ὢν βουλευτής, Δείναρχ. παρὰ Πολυδ. Ϛ΄, 159, Δίων Κ. 59. 26.