Μετὰ δικαίου ἀεὶ διατριβὰς ποιοῦ (Μετὰ δικαίων † τὰς διατριβὰς ποιοῦ) → Cum iustis semper versare in eodem loco → Mit den Gerechten pflege Umgang immerfort
Full diacritics: σοροεργός | Medium diacritics: σοροεργός | Low diacritics: σοροεργός | Capitals: ΣΟΡΟΕΡΓΟΣ |
Transliteration A: soroergós | Transliteration B: soroergos | Transliteration C: soroergos | Beta Code: soroergo/s |
όν,
A coffinmaking, τέχνης κανονίσματα Man.4.191.
[Seite 913] Särge machend, σοροεργὰ τέχνης καινίσματ' ἔχοντες Maneth. 4, 191.
σοροεργός: -όν, (*ἔργω) ὁ κατασκευάζων σορούς, νεκροθήκας, φέρετρα, τεχνάσματα Μανέθων 4. 191.