μενοινή

From LSJ
Revision as of 11:06, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_9)

Μηκέθ᾽ ὅλως περὶ τοῦ οἷόν τινα εἶναι τὸν ἀγαθὸν ἄνδρα διαλέγεσθαι, ἀλλὰ εἶναι τοιοῦτον. → Waste no more time arguing what a good man should be. Be one.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μενοινή Medium diacritics: μενοινή Low diacritics: μενοινή Capitals: ΜΕΝΟΙΝΗ
Transliteration A: menoinḗ Transliteration B: menoinē Transliteration C: menoini Beta Code: menoinh/

English (LSJ)

ἡ,

   A eager desire, Call.Jou.90, A.R.1.894, AP11.350 (Agath.).

German (Pape)

[Seite 133] ἡ (μένος, μενοινάω), heftiger Trieb, Verlangen, Bestreben, Suid. erklärt προθυμία; nur sp. D.; οὐ σύ γε τήνδε μενοινὴν σχήσεις An. Rh. 1, 894, vgl. 700; ὅλην μενοινὴν εἴς τινα τρέπειν Ep. ad. 494 (Plan. 302); μενοινὴν σοφὴν Ἐπικτήτοιο τελέω Ep. ad. 575 (IX, 208); Christod. Ecphr. 172.

Greek (Liddell-Scott)

μενοινή: ἡ, ἔνθερμος ἐπιθυμία, Καλλ. εἰς Δία 90, Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 894, Ἀνθ. Π. 41. 350.