πέρνα
From LSJ
Πόλις γὰρ οὐκ ἔσθ᾽ ἥτις ἀνδρός ἐσθ᾽ ἑνός → The state which belongs to one man is no state at all
English (LSJ)
(late Ep. πτέρνα Batr.37 (s. v. l.)), ης, ἡ,
A ham, Str.3.4.11, Poll.2.193 (πτέρνα codd.), PSI6.683.33 (ii A. D.), Ath. 14.657e, Edict. Diocl.Aeg.4.8 :—also πέρνη, Hdn.Gr.2.939 (fort.πέρνη). (Borrowed from Lat. perna.)
German (Pape)
[Seite 602] ἡ, der Schinken, lat. perna, Strab., hängt mit πτέρνα zusammen; vgl. Poll. 2, 193.
Greek (Liddell-Scott)
πέρνα: -ης, -ἡ, σχελὶς ὁλόκνημος, «χοιρομέρι», perna, Στράβ. 162, Ἀθήν. 657Ε· ὡσαύτως, πέρνη, Ἡρῳδιαν. π. μον. λέξ. 33. Πρβλ. πτέρνα.