ἠπερόπευμα
From LSJ
χωρίον ἔνθα οὐ προσβατὸν θανάτῳ → a spot where it is not accessible to death, a place where was no point accessible by death, a place where death was forbidden to set foot
English (LSJ)
ατος, τό,
A cozener, γυναικῶν Critias 1.3 D.
German (Pape)
[Seite 1174] τό, Betrug, γυναικῶν, Anakreon, der die Frauen berückt, Critias bei Ath. XIII, 600 d, = Folgdm.
Greek (Liddell-Scott)
ἠπερόπευμα: τό, ἀπάτη, «ξεμυάλισμα», γυναικῶν ἠπερόπευμα καλεῖται ὁ Ἀνακρέων ὡς δελεάζων τὰς γυναῖκας, Κριτίας 7. 3.