ἑδρίτης
From LSJ
English (LSJ)
[ῑ], ου, ὁ,
A suppliant sitting on the hearth, Suid., EM316.53 (-ηστής Zonar.).
German (Pape)
[Seite 717] ὁ, = ἱκάτης, der auf dem Heerde sitzt, E. M. 316, 53.
Greek (Liddell-Scott)
ἑδρίτης: ῑ, ὁ, ἱκέτης, ἀπὸ τοῦ καταφεύγειν ἐπὶ τὴν ἑστίαν, Σουΐδ., Στ. Βυζ., Ζωναρ., Κύριλλ., πρβλ. ἱκέτης.