λεουργός
From LSJ
ἡ πρὸς τοὺς ἄρρενας συνουσία → passionate friendship between males
English (LSJ)
όν,
A = λεωργός, blamed as φορτικόν by Poll.3.134, quoting X. (Mem.1.3.9, where λεωργότατον is now read).
German (Pape)
[Seite 29] = λεωργός, Poll. 3, 134.
Greek (Liddell-Scott)
λεουργός: -όν, = λεωργός, ψεγόμενον ὡς φορτικὸν ὑπὸ Πολυδ. Γ΄, 134, ἀναφέροντος τὸν Ξεν. (Ἀπομν. 1. 3, 9), ἔνθα νῦν λεωργ-· ἴδε Λοβεκ. Φρύνιχ. 89.