χαλκοπλάστης
From LSJ
εἰς τὴν ἀγορὰν χειροτονεῖτε τοὺς ταξιάρχους καὶ τοὺς φυλάρχους, οὐκ ἐπὶ τὸν πόλεμον → you elect taxiarchs and phylarchs for the marketplace not for war
English (LSJ)
ου, ὁ,
A bronze-worker, LXXWi.15.9.
German (Pape)
[Seite 1331] ὁ, der Bildner in Erz od. Kupfer, der Kupferschmied, LXX.
Greek (Liddell-Scott)
χαλκοπλάστης: -ου, ὁ πλάττων, κατασκευάζων διάφορα πράγματα ἐκ χαλκοῦ, χαλκεύς, χαλκουργός, πρβλ. χαλκοτύπος, Ἑβδ. (Σοφ. Σολ. ΙΕ΄, 9).