ἐπισκοπικός
From LSJ
English (LSJ)
ή, όν,
A episcopal, Cod.Just.1.4.29.3.
German (Pape)
[Seite 979] bischöflich, K. S.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπισκοπικός: -ή, -όν, ἀνήκων εἰς ἐπίσκοπον, Σωζομ. Ἐκκλ. Ἱ. 5. 16, 8. 21, 22. ― Ἐπίρρ. -κῶς, Ἀθανάσ. τ. 1. σ. 138, 573, κλ.