δαιμονάω
αὐτόχειρες οὔτε τῶν ἀγαθῶν οὔτε τῶν κακῶν γίγνονται τῶν συμβαινόντων αὐτοῖς → for not with their own hands do they deal out the blessings and curses that befall us
English (LSJ)
A to be under the power of a δαίμων, to suffer by a divine visitation, δαιμονᾷ δόμος κακοῖς A.Ch.566; δαιμονῶντες ἐν ἄτᾳ Id.Th. 1008 (lyr.): abs., to be possessed, to be mad, E.Ph.888, X.Mem.1.1.9, Plu.Marc.20, etc.; δαιμονᾷς Men.140.
German (Pape)
[Seite 514] in der Gewalt eines Dämon stehen, δαιμονᾷ δόμος κακοῖς Aesch. Ch. 566, das Haus ist durch den Willen der Götter im Unglück; δαιμονῶντες ἐν ἄτᾳ Spt. 999; Eur. Phoen. 895 wird δαιμονῶντες vom Schol. erkl. σκληρῷ δαίμονι καὶ ἀπανθρώπῳ χρώμενοι, die unter der Einwirkung eines bösen Damon stehen; allgemeiner, Ar. Th. 1054 λαιμότμητ' ἄχη δαιμονῶν, gepeinigt von Schmerzen. Uebh. besessen, verrückt sein, Xen. Mem. 1, 1, 9; neben παραφρονεῖν Plut. Marc. 23; Luc. Philops. 16.
Greek (Liddell-Scott)
δαιμονάω: διατελῶ ὑπὸ τὴν δύναμιν καὶ ἐπίδρασιν δαίμονος, πάσχω θεόθεν, δαιμονᾷ δόμος κακοῖς Αἰσχύλ. Χο. 566· δαιμονῶντες ἐν ἄτᾳ ὁ αὐτ. Θήβ. 1001· -ἀπολύτ., κατέχομαι ὑπὸ δαίμονος, εἶμαι παράφρων, Εὐρ. Φοιν. 888, Ξεν. Ἀπομν. 1.1, 9· δαιμονᾷς Μένανδ. Ἑαυτ. τ. 1· μετὰ συστοίχου αἰτιατ., δ. ἄχη, εἰσὶ προωρισμέναι δι’ ἐμὲ ὑπὸ τοῦ δαίμονος θλίψεις, Ἀριστοφ. Θεσμ. 1054.