σύμμικτον εἶδος κἀποφώλιον βρέφος → an infant of mixed appearance, born to sterility
[Seite 133] ringsumwunden, Eur. Herc. F. 399.
ἀμφέλικτος: ον καὶ ἀμφελικτός, όν, ποιητ. ἀντὶ ἀμφιέλ-, συνεσπαρμένος, Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 399.