μονόχειρ
From LSJ
English (LSJ)
χειρος, ὁ, ἡ,
A with but one hand, Nicom. Ar.1.15.
German (Pape)
[Seite 206] ειρος, einhändig, Nicom. Ar. 1, 15.
Greek (Liddell-Scott)
μονόχειρ: ὁ, ἡ, ὁ ἔχων μίαν μόνην χεῖρα, Νικόμαχ. ἐν Ἀριθμ. Εἰσαγωγ. 1. 15.
Full diacritics: μονόχειρ | Medium diacritics: μονόχειρ | Low diacritics: μονόχειρ | Capitals: ΜΟΝΟΧΕΙΡ |
Transliteration A: monócheir | Transliteration B: monocheir | Transliteration C: monocheir | Beta Code: mono/xeir |
χειρος, ὁ, ἡ,
A with but one hand, Nicom. Ar.1.15.
[Seite 206] ειρος, einhändig, Nicom. Ar. 1, 15.
μονόχειρ: ὁ, ἡ, ὁ ἔχων μίαν μόνην χεῖρα, Νικόμαχ. ἐν Ἀριθμ. Εἰσαγωγ. 1. 15.