ἡμιονικός
From LSJ
Sophocles, Antigone, 523
English (LSJ)
ή, όν,=
A ἡμιόνειος, ζεῦγος X.An.7.5.2; ὁδὸς ἡ. a road only fit for mules, Str.6.3.7; ἡ. ἅρμα drawn by mules, BGU814.6 (iii A.D.).
German (Pape)
[Seite 1169] = ἡμιόνειος, z. B. ζεῦγος, Maulthiergespann, Xen. An. 7, 5, 1; VLL.; ὁδός, Strab. VI, 282.
Greek (Liddell-Scott)
ἡμιονικός: -ή, -όν, = ἡμιόνειος, ζεῦγος Ξεν. Ἀν. 7. 5, 1˙ ὁδὸς ἡμ., ὁδὸς μόνον δι’ ἡμιόνους κατάλληλος, Στράβων 282.