τυροκόσκινον
From LSJ
English (LSJ)
τό,
A cheese-cake, Chrysipp.Tyan. ap. Ath.14.647f.
German (Pape)
[Seite 1164] τό, 1) Käsesieb. – 2) eine Art Kuchen, Käsekuchen, Ath. XIV, 647 e.
Greek (Liddell-Scott)
τῡροκόσκῐνον: τό, πλακοῦς ἐκ τυροῦ ὀνομασθέντος οὕτως ἐκ τοῦ τρόπου τῆς κατασκευῆς αὐτοῦ, Χρύσιππος Τυαν. παρ’ Ἀθην. 647Ε, ἔνθα ἴδε περιγραφὴν τῆς κατασκευῆς αὐτοῦ.