ὁ μὴ πεπλευκὼς οὐδὲν ἑόρακεν κακόν → anyone who hasn't sailed has never seen trouble
κρεμάσας (Tarent.), Hsch. ἄμωτον, τό,
A = καστάνειον, Ageloch. ap. Ath.2.54d; prob. cj. for μότα, Dsc.1.106.
ἀμώσας: «κρεμάσας, Ταραντῖνοι» Ἡσύχ.