κατασκόπευσις
From LSJ
Χεὶρ χεῖρα νίπτει, δάκτυλοι δὲ δακτύλους → Digitum lavat digitus et manum manus → Die Finger waschen Finger, die Hand die andre Hand
English (LSJ)
εως, ἡ,
A reconnoitring, Eust.69.37.
German (Pape)
[Seite 1379] ἡ, das Auskundschaften, Untersuchen, Eust.
Greek (Liddell-Scott)
κατασκόπευσις: ως, ἡ, ἐξέτασις διὰ κατασκόπων, ἔρευνα, «ἐπὶ κατασκοπεύσει λαοῦ» Εὐστ. 69. 37· «ἀλαοσκοπιή, ἡ ματαία κατασκόπευσις» 821. 53.