θάμβημα
From LSJ
Ἐμπειρία γὰρ τῆς ἀπειρίας κρατεῖ → Inscitiam etenim vincit experientia → Erfahrung überwindet Unerfahrenheit
English (LSJ)
ατος, τό,
A alarm, terror, Man.4.559.
German (Pape)
[Seite 1185] τό, Schreckniß, Maneth. 4, 559.
Greek (Liddell-Scott)
θάμβημα: τό, ἀντικείμενον θάμβους, τρόμου, φόβητρον, τρόμαγμα, Μανέθων 4. 559.