ἑξαετής
From LSJ
English (LSJ)
ές, or ἑξᾰ-έτης, ες, (ἔτος)
A six years old, IG3.1336, BGU983.18, J.AJ19.9.1, etc.:—fem. ἑξᾰ-έτις, ιδος, Theoc.14.33 (v.l.). II of six years, χρόνος Plu.Pyrrh. 26. Adv. ἑξάετες for six years, Od.3.115; cf. ἑξέτης.
Greek (Liddell-Scott)
ἑξᾰετής: -ές, ἢ -έτης, ες, (ἔτος), ἔχων ἡλικίαν ἓξ ἐτῶν, Συλλ. Ἐπιγρ. 1003: θηλ. ἑξαέτις, ῐδος, Θεόκρ. 14. 33. ΙΙ. ἀποτελούμενος ἐξ ἐτῶν ἕξ, Πλουτ. Πύρρ. 26: - Ἐπίρρ. ἑξάετες, ἐπὶ ἓξ ἔτη, ἐπὶ ἑξαετίαν, ἑξάετες παραμίμνων Ὀδ. Γ. 115. Πρβλ. ἑξέτης.