περίθυμος
From LSJ
ἀλλὰ μὴν καὶ ἀναπαύσεώς γε δεομένοις ἡμῖν νύκτα παρέχουσι κάλλιστον ἀναπαυτήριον → and again, we need rest; and therefore the gods grant us the welcome respite of night
English (LSJ)
ον,
A very wrathful, A.Th.724 (lyr.), Cat.Cod.Astr.8(4).181; τὸ π. Ph.1.684. Adv. -μως A.Ch.40(lyr.); π. ἔχειν or ἴσχειν to be very angry, Hdt.2.162, Pl.Ti.88a: neut. as Adv., Plu.Mar.19.
German (Pape)
[Seite 577] sehr zornig; κατάραι Οἰδίποδος, Aesch. Sept. 706; περιθύμως ἔχειν, sehr zornig sein, Her. 2, 162 (wie Plat. Tim. 87 e); aber 3, 50 lesen die mss. περὶ θυμῷ ἐχόμενος.
Greek (Liddell-Scott)
περίθῡμος: -ον, σφόδρα ὠργισμένος, Αἰσχύλ. Θήβ. 725. - Ἐπίρρ. -μως, ὁ αὐτ. ἐν Χο. 40· περιθύμως ἔχω, εἶμαι λίαν ὠργισμένος, Ἡρόδ. 2.162, Πλάτ. Τίμ. 87Ε· περίθυμον ὡς ἐπίρρ., Πλουτ. Μάρ. 19.