λευκοέρυθρος
From LSJ
Νέος ὢν ἀκούειν τῶν γεραιτέρων θέλε → Audi libenter, ipse adhuc iuvenis, senes → Als junger Mann hör' gerne auf die Älteren
English (LSJ)
ον,
A = λευκέρυθρος, Procl.Par.Ptol.203.
German (Pape)
[Seite 33] = λευκέρυθρος, Procl.
Greek (Liddell-Scott)
λευκοέρυθρος: -ον, = λευκέρυθρος, Πρόκλ. παράφρ. Πτολ. σ. 203.