κρουστέον
From LSJ
Δέσποινα γὰρ γέροντι νυμφίῳ γυνή → Mulier fit domina sponso, simulac senuerit → Die Frau beherrscht, sobald er alt, den Bräutigam
English (LSJ)
A one must knock at, τηνδεδί (sc. θύραν) Ar.Ec.989.
Greek (Liddell-Scott)
κρουστέον: ῥημ. ἐπίθ., δεῖ κρούειν, τὴν θύραν Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 989.