ἐνεδρευτικός
From LSJ
Σιγή ποτ' ἐστὶν αἱρετωτέρα λόγου → Sometimes silence is preferable to words → Est ubi loquelā melius est silentium → Das Schweigen ist dem Reden manchmal vorzuziehn
English (LSJ)
ή, όν,
A fit for ambush, χωρία Aen.Tact.1.2, cf. Str.3.3.6; tricky, deceitful, Ph.2.269, Gal.9.217, 19.138.
German (Pape)
[Seite 836] ή, όν, zur Nachstellung, zum Hinterhalt gehörig, geschickt, Strab. 3, 3, 6 u. Sp., auch adv.
Greek (Liddell-Scott)
ἐνεδρευτικός: -ή, -όν, ἐπιδέξιος εἰς τὸ ἐνεδρεύειν, καὶ ἐπὶ τόπου, κατάλληλος πρὸς ἐνέδραν, καὶ μεταφ., δόλιος, Στράβ. 154, Φίλων 2. 269, Αἰνείας Τακτ. 1. 14.