ἀμεθόδευτος
From LSJ
English (LSJ)
ον,
A not to be cajoled, led astray, κριτής Herm. ap. Stob.1.49.44. 2 unscientific, ἰατρός Alex. Trall.Febr.5.
German (Pape)
[Seite 120] ohne Plan, Herm. Stob. ecl. phys. 1 p. 976.
Greek (Liddell-Scott)
ἀμεθόδευτος: -ον, ὃν δὲν δύναταί τις νὰ μεθοδευθῇ ἢ ἀπατήσῃ, κριτὴς Ἑρμᾶς ἐν Στοβ. Ἐκλογ. 1. 976.