ὀδοντόσμηγμα
From LSJ
οὕτως ἔσονται οἱ ἔσχατοι πρῶτοι καὶ οἱ πρῶτοι ἔσχατοι· πολλοὶ γάρ εἰσι κλητοί, ὀλίγοι δὲ ἐκλεκτοί → so the last shall be first and the first last for many be called but few chosen
οὕτως ἔσονται οἱ ἔσχατοι πρῶτοι καὶ οἱ πρῶτοι ἔσχατοι· πολλοὶ γάρ εἰσι κλητοί, ὀλίγοι δὲ ἐκλεκτοί → so the last shall be first and the first last for many be called but few chosen
Full diacritics: ὀδοντόσμηγμα | Medium diacritics: ὀδοντόσμηγμα | Low diacritics: οδοντόσμηγμα | Capitals: ΟΔΟΝΤΟΣΜΗΓΜΑ |
Transliteration A: odontósmēgma | Transliteration B: odontosmēgma | Transliteration C: odontosmigma | Beta Code: o)donto/smhgma |
ατος, τό,
A tooth-powder, Paul.Aeg.3.26, Gloss.
[Seite 293] τό, Pulver zum Abreiben der Zähne, Zahnpulver.
ὀδοντόσμηγμα: τό, κόνις πρὸς κάθαρσιν τῶν ὀδόντων, Γλωσσ.˙ ὀδοντότριμμα, τό, Κραμήρου Ἀνέκδ. Παρισ. 1. 394.