εἰσθεάομαι
From LSJ
Μαστιγίας ἔγχαλκος, ἀφόρητον κακόν → Pecuniosus verbero, malum maximum → Ein reicher Taugenichts, wie unerträglich schlimm
Greek (Liddell-Scott)
εἰσθεάομαι: ἀποθ., θεωρῶ, παρατηρῶ, Τραγ. παρ’ Εὐσ. Εὐαγγ. Π. 440C.
Μαστιγίας ἔγχαλκος, ἀφόρητον κακόν → Pecuniosus verbero, malum maximum → Ein reicher Taugenichts, wie unerträglich schlimm
εἰσθεάομαι: ἀποθ., θεωρῶ, παρατηρῶ, Τραγ. παρ’ Εὐσ. Εὐαγγ. Π. 440C.