σίκχος
From LSJ
θεὸς δ' ἁμαρτάνουσιν οὐ παρίσταται → God doesn't stand by those who do wrong
Full diacritics: σίκχος | Medium diacritics: σίκχος | Low diacritics: σίκχος | Capitals: ΣΙΚΧΟΣ |
Transliteration A: síkchos | Transliteration B: sikchos | Transliteration C: sikchos | Beta Code: si/kxos |
εος, τό,= βδέλυγμα, Sm.Ez.7.19, al.:—also σικχότης, ητος, ἡ, Eust.972.35.
σίκχος: -εος, τό, = βδέλυγμα, Σύμμαχ. ἐν Παλαιᾷ Διαθ.· - ὡσαύτως σικχότης, -ητος, ἡ, Εὐστ. 972. 35.