ἀνακτητικός

Revision as of 11:18, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_10)

English (LSJ)

ή, όν,

   A recuperative: ἀνακτητικόν· γλήχων, Hsch. (cf. ἀνακτάομαι 1.2).

German (Pape)

[Seite 194] geschickt wieder zu erlangen, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνακτητικός: -ή, -όν, κατάλληλος πρὸς ἀνάρρωσιν, ἀμφ. παρὰ Διοσκορ.