ἐξελασία
From LSJ
English (LSJ)
ἡ,
A driving out cattle, Plb.12.4.10. II intr., expedition, Ps.-Hdt.Vit.Hom.9.
German (Pape)
[Seite 876] ἡ, = Folgdm, Pol. 12, 4, 10.
Greek (Liddell-Scott)
ἐξελᾰσία: ἡ, τὸ ἐξάγειν εἰς βοσκήν, ἐπὶ κτηνῶν, Πολύβ. 12. 4, 10. ΙΙ. ἀμεταβ., ἐκστρατεία, Ψευδο-Πλουτ. βίος Ὁμ. 9.