αὐτογένεθλος
From LSJ
αὔριον ὔμμε πάσας ἐγὼ λουσῶ Συβαρίτιδος ἔνδοθι λίμνας → tomorrow I'll wash you one and all in Sybaris lake
English (LSJ)
ον, = sq., Orac.Chald.32;
A ἥλιος Hymn.Mag.4.24; κάνθαρος, of Kheper, PMag.Par.1.943. 2 self-producing, φύσις Nonn.D.41.52.
German (Pape)
[Seite 396] θεός, von, aus sich selbst geboren, unerschaffen, Nonn.
Greek (Liddell-Scott)
αὐτογένεθλος: -ον, αὐτογέννητος, Ὀρφ. Ἀποσπ. 38.