διάλειψις
From LSJ
Ἡ γλῶσσα πολλῶν ἐστιν αἰτία κακῶν → Malis initium lingua permultis dedit → Die Zunge ist vielfachen Leides Ursache
English (LSJ)
εως, ἡ,
A an interval, interstice, v.l. in Hp.Art.35, cf. Arist. Aud.803b37; δ. τῶν πλινθίδων IG2.1054.93; δ. φυλλική, internode, Thphr.HP3.18.11; intermission, Erot. s.v. τριταιοφυεῖς.
Greek (Liddell-Scott)
διάλειψις: -εως, ἡ, διάλειμμα, διακοπή, παῦσις (πρὸς καιρόν), Ἱππ. Ἄρθρ. 802, Διογ. Λ. 7. 51.