δορυσθενής
From LSJ
Πονηρὸν ἄνδρα μηδέποτε ποιοῦ φίλον (μηδέπω κτήσῃ φίλον) → Tibi numquam amicum facito moratum male → Nimm niemals einen schlechten Mann zum Freunde dir
English (LSJ)
A v. δορι-.
German (Pape)
[Seite 660] ές, = δορισθενής, Aesch. Ch. 158; H. h. Mart. 3.
Greek (Liddell-Scott)
δορυσθενής: ἴδε ἐν λ. δορι-.