εὔπυγος
From LSJ
English (LSJ)
ον, (πυγή)
A well-shaped in the hinder parts, Herm. ap. Stob. 1.49.45 (Comp.), Poll.2.184.
German (Pape)
[Seite 1092] mit schönem Hintern, Poll. 2, 184.
Greek (Liddell-Scott)
εὔπῡγος: -ον, (πυγὴ) ἔχων καλήν πυγήν, καλῶς ἐσχηματισμένα ὀπίσθια, Ἑρμῆς ἐν Στοβ. Ἐκλογ. 1. 992, Πολυδ. Β΄, 184: πρ…. καλλίπυγος.