πληροφορέω
ἐκ Χάεος δ' Ἔρεβός τε μέλαινά τε Νὺξ ἐγένοντο... (Hesiod's Theogony 123) → From Chasm, Erebos and black Night came to be...
English (LSJ)
A bring full measure: satisfy fully, PAmh.2.66.42 (ii A. D.), PMag.Lond.121.910; esp. assure, τινὰ ὅρκοις Ctes.Fr.29.39, cf. Cod Just.1.1.7.23. 2 fulfil, τὴν διακονίαν 2 Ep.Ti.4.5; τὸ πατρῷον συνάλλαγμα Arch.Pap.5.383 (i/ii A. D.):—Pass., to be fulfilled, Ev.Luc. 1.1, Vett.Val.43.18. 3 pay in full, POxy.1473.8 (Pass., iii A. D.), etc. II Pass., of persons, have full satisfaction, to be fully assured, ὅτι . . Ep.Rom.4.21: abs., ib.14.5. 2 π. τοῦ ποιῆσαι to be fully bent on doing, LXXEc.8.11.
German (Pape)
[Seite 634] volles Maaß bringen, volle Genüge, Befriedigung geben, volle Sicherheit leisten; Ctes. 39; bes. N. T. u. K. S.; πληροφορηθείς, da er volle Ueberzeugung erhalten hatte, gewiß wußte, stand sonst Isocr. 17, 8, wo es Wolf u. Bekker ausgelassen haben.
Greek (Liddell-Scott)
πληροφορέω: φέρω πλῆρες μέτρον· ἱκανοποιῶ ἐντελῶς, πολλοῖς ὅρκοις καὶ λόγοις πληροφορήσαντες Μεγάβυζον Κτησίας ἐν Φωτ. Βιβλ. 41. 29. 2) ἐκπληρῶ, ἐκτελῶ, τὴν διακονίαν σου πληροφόρησον Ἐπιστολὴ Β΄ πρὸς Τιμόθ. δ΄, 5. ΙΙ. ἐν τῷ παθ., ἐπὶ προσώπων, ἔχω πλήρη ἱκανοποίησιν, πληρέστατα βεβαιοῦμαι, Ἐπιστ. πρὸς Ρωμ. δ΄, 21, ιδ΄, 5· καὶ ἐπὶ πραγμάτων, πιστεύομαι ἐντελῶς, Εὐαγγ. κατὰ Λουκ. α΄, 1. 2) πλ. τοῦ ποιῆσαι, ἔχω τελείαν διάθεσιν νὰ πράξω τι, Ἑβδ. (Ἐκκλ. Η΄, 11). ΙΙΙ. πληροφορῶ, ὡς καὶ νῦν, Θεοδώρητ. IV. 1277Β, Ἀποφθ. Πατέρ. 169Α, Λεόντ. Κύπρ. 1697C.