ἀσφράγιστος
From LSJ
Μισῶ σοφιστήν, ὅστις οὐχ αὑτῷ σοφός → Odi professum sapere, qui sibi non sapit → Den Weisen hass' ich, der in eigner Sache Tor
English (LSJ)
[ᾱ], ον,
A not sealed, Klio 18.264 (Delph., iii B.C.), SIG953.35 (Cnidus, ii B.C.), Harp. s.v. ἀσήμαντα, Horap.1.49; μόσχοι PGnom.183 (ii A.D.). II not assigned to a σφραγίς, γῆ BGU659 ii 9 (iii A.D.).
German (Pape)
[Seite 382] unversiegelt, ungezeichnet, VLL.
Greek (Liddell-Scott)
ἀσφράγιστος: [ᾱ], -ον, ὁ μὴ σφραγισθείς, «ἀσήμαντα· τὰ ὑφ’ ἡμῶν λεγόμενα ἀσφράγιστα» Ἁρποκρ.: παρ’ Ἐκκλ. ἀβάπτιστος, Γρηγ. Ναζ. σ. 653.