μελανδίνης
From LSJ
Χωρὶς γυναικὸς ἀνδρὶ κακὸν οὐ γίγνεται → Non ullum sine muliere fit malum viro → Kein Unglück widerfährt dem Mann, der ledig bleibt
English (LSJ)
[ῑ], ου, ὁ,
A dark-eddying, Γάγγης D.P. 577.
German (Pape)
[Seite 119] ὁ, schwarzwirbelnd, Γάγγης, D. Per. 577.
Greek (Liddell-Scott)
μελανδίνης: [ῑ], -ου, ὁ, ὁ ἔχων, σχηματίζων μελαίνας δίνας, Διον. Π. 577.