Μίνως
Οἷς μὲν δίδωσιν, οἷς δ' ἀφαιρεῖται τύχη → Fortuna multos spoliat, alios munerat → Den einen gibt, den andern aber nimmt das Glück
English (LSJ)
[ῑ, but also ῐ Pl.Com.15 D.], ὁ, Minos, Hom., etc.; gen.
A Μίνωος Od.11.322, 17.523; acc. Μίνωα Il.13.450, Od.11.568; also gen. Μίνω Hdt.1.173; acc. Μίνων Il.14.322, Hdt.7.171, Μίνω A.Ch.618 (lyr.), Pl. Lg.630d, A.R.3.1107; dat. Μίνῳ Pl.Grg.524a:—Adj. Μῑνώϊος, α, ον, Att. -ῷος, h.Ap.393, etc.; Μινῷος, ὁ (sc. μήν), name of fictitious month, Luc.VH2.13; Μινῴα, ἡ, a kind of grape, Hsch.:—fem. Μῑνωΐς, ΐδος, A.R.2.299; νύμφη, i. e. Ariadne, Call.inPSI9.1092.59.
Greek (Liddell-Scott)
Μίνως: [ῑ], ὁ, υἱὸς τοῦ Διὸς καὶ τῆς Εὐρώπης, βασιλεὺς τῆς Κρήτης, Ὅμ., Ἡσ., κλ.: κλίνεται: γεν. Μίνωος Ὀδ. Λ. 322, Ρ. 523· αἰτ. Μίνωα Ἰλ. Ν. 450, Ὀδ. Λ. 568· - ὡσαύτως γεν. Μίνω Ἡρόδ. 1. 173· αἰτ. Μίνων Ἰλ. Ξ. 322, ἢ Μίνω Ἡρόδ. 7. 170, 171 (ἀλλὰ μετὰ διαφ. γραφῶν: Μίνωα, Μίνων), Αἰσχύλ. Χο. 618, Πλάτ., δοτ. Μίνῳ Πλάτ. Γοργ. 524Α· - ἐπίθ. Μῑνώιος, α, ον, Ἀττ. ῷος Ὁμ. Ὕμν. εἰς Ἀπόλλ. 393, κτλ.· θηλ. Μῑνωίς, ίδος, Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 299.