δι' ἐρημίας πολεμίων πορευόμενος → he marched on without finding any enemy, his route lay through a country bare of enemies
[Seite 974] τό, Raub, Beute, Sp.
σύλημα: [ῡ], τό, λάφυρον, διαρπαγή, Θεόδ. Πρόδρ. 34Α.