ἐντεομήστωρ
From LSJ
Πενία δ' ἄτιμον καὶ τὸν εὐγενῆ ποιεῖ → Pauper inhonorus, genere sit clarus licet → Die Armut nimmt selbst dem, der edel ist, die Ehr'
English (LSJ)
A v. ἐντεσιμήστωρ.
Greek (Liddell-Scott)
ἐντεομήστωρ: «ὅπλων ἔμπειρος» Ἡσύχ., πρβλ. ἐντεσιμήστωρ.