ψαμμοδύτης

From LSJ
Revision as of 11:21, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_3)

Δεινότερον οὐδὲν ἄλλο μητρυιᾶς κακόν → Nulla est noverca pestis exitalior → Kein schlimmres Übel gibt's als eine Stiefmutter

Menander, Monostichoi, 127
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ψαμμοδύτης Medium diacritics: ψαμμοδύτης Low diacritics: ψαμμοδύτης Capitals: ΨΑΜΜΟΔΥΤΗΣ
Transliteration A: psammodýtēs Transliteration B: psammodytēs Transliteration C: psammodytis Beta Code: yammodu/ths

English (LSJ)

[ῠ], ου, ὁ,

   A like ἀμμοδύτης, sand-diver; name of a fish that buries itself in the sand, elsewh. καλλιώνυμος, Hsch.    II name for a mole, Cyran.78.

German (Pape)

[Seite 1391] ὁ, Sandkriecher Sandschlüpser, ein Fisch, Athen.; auch eine Schlange, die sich im Sande verkriecht, im Sande wohnt, Hesych.

Greek (Liddell-Scott)

ψαμμοδύτης: [ῠ], -ου, ὁ, ὡς τὸ ἀμμοδύτης, ὁ εἰσδυόμενος εἰς τὴν ἄμμον· ὄνομα ἰχθύος εἰς τὴν ἄμμον εἰσδυομένου, ἄλλως καλλιώνυμος· «ψαμμοδύτης· ἰχθύς, ὃν καὶ καλλιώνυμον ὀνομάζουσιν» Ἡσύχ. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 431.