νυκτηγορέω
From LSJ
Δεινότερον οὐδὲν ἄλλο μητρυιᾶς κακόν → Nulla est noverca pestis exitalior → Kein schlimmres Übel gibt's als eine Stiefmutter
English (LSJ)
A debate or plan by night, E.Rh.89 :—in Pass., A.Th. 29.
Greek (Liddell-Scott)
νυκτηγορέω: ἀγγέλλω ἢ προσκαλῶ διὰ νυκτός, Εὐρ. Ρῆσ. 89· οὕτως ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, Αἰσχύλ. Θήβ. 29.