ἀποκρούω

From LSJ
Revision as of 11:23, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_5)

εὐλογητὸς ὁ Θεὸς ἡμῶν πάντοτε, νῦν καὶ ἀεὶ καὶ εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων → blessed is our God always, now and ever, and to the ages of ages

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀποκρούω Medium diacritics: ἀποκρούω Low diacritics: αποκρούω Capitals: ΑΠΟΚΡΟΥΩ
Transliteration A: apokroúō Transliteration B: apokrouō Transliteration C: apokroyo Beta Code: a)pokrou/w

English (LSJ)

   A beat off, drive away, from a place or person, X.HG5.3.22, AP11.351 (Pall.); ὕπνον, νόσον, Porph.Abst.1.27,53:—more freq. in Med., beat off from oneself, τὰς προσβολάς Hdt.4.200, Th.2.4; αὐτοὺς ἐπιόντας Hdt.8.61, etc.; generally, repel, opp. ἐπισπᾶσθαι, S.E. M.7.400; shake off, Plot.4.7.10, Hierocl.in CA19p.461M.; τινάς Jul. Or.2.67b; ἀλληλοφαγίας τοὺς ἀνθρώπους Porph.Abst.1.23; refute an opponent, D.H.Comp.25; κατηγορίαν Chor.in Rev.Phil.1.245:— Pass., to be beaten off, of an assault, Th.4.107, etc.; ἀποκρουσθέντες τῆς πείρας Id.8.100, cf. X.HG6.4.5; ἀ. τῆς μηχανῆς dub. in Plb.21.28; τῆς Ἰβηρίας Plu.Sert.7, etc.    II knock off, IG3.1417.12:—Pass., κοτυλίσκιον τὸ χεῖλος ἀποκεκρουμένον a cup with the lip knocked off, Ar.Ach.459.    III Pass., also, to be thrown from horseback, X. Eq.Mag.3.14; to be stranded, πρὸς χωρίον λιμνῶδες ἀπεκρούσθη Gal. 2.221.

German (Pape)

[Seite 309] (s. κρούω), zurückstoßen, -schlagen, bes. pass., ἀμφοτέρωθεν ἀπεκρούσθη Thuc. 4, 107; τινά τινος, von Soldaten, Xen. Hell. 5, 3, 22; ἀπεκρούσθη τῆς ἐμβολῆς 6, 4, 4; ἀπό τινος ἀποκεκρουμένος 7, 4, 26; τῶν ἵππων ἀποκρούεσθαι, von den Pferden abgeworfen werden, Hipparch. 3, 14; τῆς μηχανῆς ἀπεκρούσθησαν, ihre List wurde vereitelt, Pol. 22, 11; vgl. Plut. Cleom. 37; – κοτυλίσκιον τὸ χεῖλος ἀποκεκρουσμένον (v. l. ἀποκεκρουμένον, wie auch B. A. 429 citirt ist) Ar. Ach. 435, mit abgebrochenem Rande, Schol. ἀποκεκλασμένον. – Med., von sich zurückschlagen, abwehren, Her. 4, 200. 8, 61 Thuc. 2, 4 Xen. u. Sp., die wie im activ. τινά τινος ver binden.

Greek (Liddell-Scott)

ἀποκρούω: ἀπωθῶ, διὰ τῆς βίας ἀπομακρύνω ἀπὸ τόπου ἢ προσώπου, Ξεν. Ἑλλ. 5. 3. 22. Ἀνθ. Π. 11. 351: - συνηθέστερον ἐν μέσῃ φωνῇ, ἀπωθῶ ἀπ’ ἐμαυτοῦ, τὰς προσβολὰς Ἡρόδ. 4. 200, Θουκ. 2. 4· αὐτοὺς ἐπιόντας Ἡρόδ. 8. 61, κτλ.: καθόλου, ἀπωθῶ, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ έλκω, Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 7. 400· ἀποκρούω, ἀναιρῶ ἐπιχείρημά τι, Διον. Ἁλ. π. Συνθ. 25: - Παθ. ἀποδιώκομαι βίᾳ ἐπὶ προσβολῆς (πρβλ. ἀποκόπτω ΙΙ.), Θουκ. 4. 107, Ξεν. κτλ.· ἀπεκρούσθη τῆς πείρας. Θουκ. 8. 100· ἀπ. τῆς μηχανῆς, τῆς πείρας, Πολύβ. 22. 11, 5, Πλούτ. κτλ. ΙΙ. Παθ., κοτυλίσκιον τὸ χεῖλος ἀποκεκρουμένον, ποτήριον ἔχον τεθραυσμένον καὶ ἐλλεῖπον τὸ χεῖλος, Ἀριστοφ. Ἀχ. 459. ΙΙΙ. παθ., ὡσαύτως, καταρρίπτομαι ἀπὸ τοῦ ἵππου, Ξεν. Ἱππαρχ. 3. 14.