ἀκολάστημα
From LSJ
ῥᾴδιον φθείρειν φαρμακεύσεσιν ἢ ἀποτροπαῖς ἢ καὶ κλοπαῖς → easy to spoil by means of sorcery or diverting or theft
English (LSJ)
ατος, τό,
A act of ἀκολασία, Plu.Crass.32, M.Ant. 11.20, Muson.Fr.4p.14H.
Greek (Liddell-Scott)
ἀκολάστημα: -ατος, τό, πρᾶξις ἀκολασίας, Πλουτ. Κράσσ. 32., Μ. Ἀντ. 11. 20, Ὠριγ.