καταπιττόω
From LSJ
ὁ ὑπεράπειρον ἔχων τῆς ἀγαθότητος τὸ ἀνεξιχνίαστον πέλαγος → who possesses an infinite and inscrutable sea of goodness
English (LSJ)
Att. for καταπισσόω.
German (Pape)
[Seite 1370] att. = καταπισσόω.
Greek (Liddell-Scott)
καταπιττόω: Ἀττ., ἀντὶ καταπισσόω.