κυβέρνησις
From LSJ
Ἢ μὴ γάμει τὸ σύνολον ἢ γαμῶν κράτει → Aut caelebs vive aut dominus uxori tuae → Bleib ledig oder herrsche über deine Frau
English (LSJ)
Dor. κῠβέρν-ᾱσις, εως, ἡ,
A steering, pilotage, Pl.R.488b. 2 metaph., government, πολίων of cities, Pi.P.10.72 (pl.), cf. 1 Ep.Cor.12.28 (pl.); θεοῦ by a god, Plu.2.162a.
German (Pape)
[Seite 1522] ἡ, das Steuern, Plat. Rep. VI, 488 b u. Sp.; – auch übertr., das Lenken, Regieren; πολίων κυβερνάσεις Pind. P. 10, 112; Plut.
Greek (Liddell-Scott)
κῠβέρνησις: Δωρ. -ᾱσις, -εως, ἡ, τὸ κυβερνᾶν, ἐπὶ πλοίου, Πλάτ. Πολ. 488Β. 2) μεταφ., κυβέρνησις, διοίκησις, πολίων, πόλεων, Πινδ. Π. 10. 112· θεοῦ, ὑπὸ θεοῦ, Πλούτ. 2. 162Α.