ἁμερόκοιτος
From LSJ
ἀναμαρτήτως ζῆν καὶ τοῖς ἄλλοις ἀλύπως → live in a manner above reproach and without offence to others
Greek (Liddell-Scott)
ἁμερόκοιτος: Δωρ. ἀντὶ ἡμερόκοιτος.
ἀναμαρτήτως ζῆν καὶ τοῖς ἄλλοις ἀλύπως → live in a manner above reproach and without offence to others
ἁμερόκοιτος: Δωρ. ἀντὶ ἡμερόκοιτος.