λίμνηθεν
From LSJ
Στερρῶς φέρειν χρὴ συμφορὰς τὸν εὐγενῆ → Tolerare casus nobilem animose decet → Ertragen muss der Edle Unglück unbeugsam
English (LSJ)
Adv.
A from the lake or sea, A.R.4.1579.
German (Pape)
[Seite 48] aus der See, Ap. Rh. 4, 1579.
Greek (Liddell-Scott)
λίμνηθεν: ἐπίρρ. ἐκ τῆς λίμνης ἢ τῆς θαλάσσης, Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 1579.