καθημέραν
From LSJ
German (Pape)
[Seite 1285] d. i. καθ' ἡμέραν, täglich, besser getrennt geschrieben.
Greek (Liddell-Scott)
καθημέραν: Ἐπίρρ., βέλτιον διῃρημένως: καθ’ ἡμέραν, τῆς καθημέραν διαίτης, τῆς καθημερινῆς, Πλάτ. Ἐπιστ. 11. 359Α.
[Seite 1285] d. i. καθ' ἡμέραν, täglich, besser getrennt geschrieben.
καθημέραν: Ἐπίρρ., βέλτιον διῃρημένως: καθ’ ἡμέραν, τῆς καθημέραν διαίτης, τῆς καθημερινῆς, Πλάτ. Ἐπιστ. 11. 359Α.